-
1 αναστροφή
-
2 ἀναστροφῇ
-
3 αναστροφή
-
4 ἀναστροφή
-
5 αναστροφη
ἥ1) перевертывание, опрокидываниеεἰς ἀναστροφέν δοῦναί τι Eur. — опрокинуть что-л.
2) поворачивание, поворот Xen., Thuc.ἐξ ἀναστροφῆς Polyb. — сделав поворот;
κατὰ ἀναστροφήν Sext. — наоборот3) возвращение Soph.4) пребывание(ἐν τῇ ἰδία Plut.)
5) местопребывание, пристанище(δαιμόνω Aesch.)
6) образ жизни, поведение Polyb., Diog.L., NT.7) отсрочка, время Plut., Diod.ἀναστροφέν διδόναι τινὴ εἴς или πρός τι Polyb. — давать кому-л. срок для чего-л.
8) грам. анастрофа (смещение ударения назад в предлоге при постановке его на второе место, напр. Ἰθάκην κάτα, τούτων πέρι)9) грам. перестановка, инверсия10) рит. анастрофа ( повторение заключительного слова предыдущей фразы в начале следующей) -
6 ἀναστροφή
ἀναστροφή, ῆς, ἡ (in var. mgs. since Aeschyl., Pre-Socr. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Ant. 18, 359 al.; Just., A I, 10, 2) conduct expressed according to certain principles way of life, conduct, behavior (Polyb. 4, 82, 1 [FKälker, Quaest. de elocut. Polyb.=Leipz. Stud. III/2, 1880, 301]; Teles p. 41, 2; Diog. L.; Epict. 1, 9, 24; 1, 22, 13; ins: SIG index; IG XII/1, 1032, 6 [II B.C.]; IMagnMai 91b, 6; IPergamon 86; PTebt 703, 270 [IIIB.C.] Tob 4:14; 2 Macc 6:23; EpArist 130; 216) ἠκούσατε τ. ἐμὴν ἀ. ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ you have heard of my conduct when I was still in Judaism Gal 1:13. κατὰ τὴν προτέραν ἀ. according to your former (i.e. pre-Christian) way of life Eph 4:22 (GDI 4320, 5f κατὰ τὰν ἄλλαν ἀναστροφάν [Rhodes]). ἡ ἐν φόβῳ ἁγνὴ ἀ. 1 Pt 3:2; cp. vs. 1. ἡ ἀγαθὴ ἐν Χριστῷ ἀ. vs. 16. ἡ καλὴ ἀ. Js 3:13; 1 Pt 2:12. ἡ ματαία ἀ. πατροπαράδοτος the futile (i.e. directed toward futile ends) way of life handed down by your fathers 1:18. ἡ ἐν ἀσελγείᾳ ἀ. 2 Pt 2:7. ἡ ἔκβασις τῆς ἀ. Hb 13:7. ἅγιον ἐν πάσῃ ἀ. γίνεσθαι be holy in all your conduct 1 Pt 1:15. W. λόγος, ἀγάπη κτλ. 1 Ti 4:12. Pl. ἅγιαι ἀ. καὶ εὐσέβειαι holy conduct and piety (pl. to include all varieties; cp. EpArist 130) 2 Pt 3:11.—DDaube, Alexandrian Methods of Interpretation and the Rabbis: Festschr. HLewald ’53, 27–44.—DELG s.v. στρέφω. M-M. TW. Spicq. -
7 ανάστροφη
η изнанка, оборотная, левая сторона;§ δίδω μιά ανάστροφη — давать пощёчину (тыльной стороной руки)
-
8 ἀναστροφή
ἡ ἀναστροφή ['обращение'] поведение, образ жизни -
9 ἀναστροφή
{сущ., 13}образ жизни, поведение, житие.Ссылки: Гал. 1:13; Еф. 4:22; 1Тим. 4:12; Евр. 13:7; Иак. 3:13; 1Пет. 1:15; 18; 2:12; 3:1, 2, 16; 2Пет. 2:7; 3:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναστροφή
-
10 αναστροφή
{сущ., 13}образ жизни, поведение, житие.Ссылки: Гал. 1:13; Еф. 4:22; 1Тим. 4:12; Евр. 13:7; Иак. 3:13; 1Пет. 1:15; 18; 2:12; 3:1, 2, 16; 2Пет. 2:7; 3:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναστροφή
-
11 ἀναστροφή
ἀνα-στροφή, ἡ,A turning upside down, upsetting, overthrow, E.Fr. 301 (pl.); μοῖραν εἰς ἀ. δίδωσι, = ἀναστρέφει, Id.Andr. 1007; disorder, confusion, Posidipp.26.22.2 turning back, return, S.Ant. 226; πολλὰς ἀ. ποιούμενος, of a hunter, making many casts backward, X. Cyn.6.25; wheeling round, of a horse, Id.Eq.Mag.3.14; of soldiers in battle, whether to flee or rally, Id.Cyr.5.4.8;μηκέτι δοῦναι αὐτοῖς ἀ.
time to rally,Id.
HG4.3.6, cf. Ages.2.3; esp. of the reversal of a wheeling movement, Ascl.Tact.10.6, Ael.Tact.25.7, Arr.Tact.21.4; of a ship, Th.2.89;ἐξ ἀ.
turning back,Plb.
4.54.4; conversely,S.E.
M.7.430.3 in Gramm., throwing back of the accent, as in Prepositions after their case, A.D.Synt.308.15, etc.4 Rhet., = ἐπαναστροφή, repetition of words which close one sentence at the beginning of another, Hermog.Id.1.12, etc.5 Math., conversion of a ratio,ἀ. λόγου Euc.5
Def.16;κατ' ἀναστροφήν Papp.1002.25
.II dwelling in a place, Plu.2.216a.3 mode of life, behaviour, Plb.4.82.1, D.L.0.64;- φὴν ποιεῖσθαι IG2.477b12
, cf. SIG491.5, LXX To.4.14, Ep.Gal.1.13, Ep.Eph.4.22, al.;ἀ. πολιτική PGiss. 40ii29
(iii A.D.); ἐξημερωμένης -φῆς civilized life, Phld.Sto.Herc.339.19.4 delay, respite, time for doing a thing, Plb.1.66.3,al., D.S.10.5.5 occupation, concern,περί τι τὰν ἀ. ἔχειν Archyt.1
, cf. Phld.Po.5.1425.6.7 recourse,ἀ. λαμβάνειν πρός τι Plu. 2.112c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστροφή
-
12 αναστροφή
η1) переворачивание, опрокидывание; выворачивание; 2) поворачивание обратно; 3) общение; 4) мор. галс; 5) юр. аннулирование сделки продавцом (в связи с обнаружением скрытого дефекта) -
13 ἀναστροφή
образ жизни, поведение, житие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναστροφή
-
14 ἀναστροφῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναστροφῇ
-
15 ἀναστροφή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-0-2=2 TobBA 4,14; 2 Mc 6,23way of life, behaviourCf. SPICQ 1978a, 85; →NIDNTT; TWNT -
16 αναστροφή
[анастрофи] ουσ θ ниспровержение, (γραμ) инверсия. -
17 ἀναστροφή
ἀνα-στροφή, (1) das Umkehren, Umlenken, der Wagen,; der Pferde, Hipp. 3, 14; das Umkehren u. Haltmachen zum Kampf. (2) das Verweilen an einem Orte, der Aufenthalt, bes.: Aufenthaltsort; Beschäftigung mit etwas, Lebensart; Verzögerung, Aufschub; Zurückziehung des Accents -
18 αναστροφή
tersine dönme -
19 ανάστροφη
elin tersi, (kumaş vb.) -
20 αναστροφή
inversion
См. также в других словарях:
ἀναστροφῇ — ἀναστροφή turning upside down fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφή — turning upside down fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστροφή — η 1. αναποδογύρισμα: Είχαν αρχίσει να φοβούνται αναστροφή του σκάφους. 2. αλλαγή πορείας ιστιοφόρου ώστε να χει τον άνεμο από την αντίθετη πλευρά: Ούτε με την αναστροφή κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι. 3. ανέβασμα του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… … Dictionary of Greek
ἀναστροφαῖς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφαί — ἀναστροφή turning upside down fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῆς — ἀναστροφή turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῇς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφήν — ἀναστροφή turning upside down fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῶν — ἀναστροφή turning upside down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)